- ῥαπαύλης
- ῥαπαύλης, ου, ὁ,A player on a reed-pipe, Amerias ap.Ath.4.176e (where ῥαππαύλας), Eust.1157.39 (where ῥαπταύλης); cf. ῥάπα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραπαύλης — και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ… … Dictionary of Greek
ράπαυλος — ὁ, Α ο ῥαπαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός, πρβλ. δί αυλος (πρβλ. και το χωρίο τού Ησύχ. στη λ. ῥάπα)] … Dictionary of Greek
ραπαταύλης — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης … Dictionary of Greek
ραππαύλας — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης … Dictionary of Greek
ραπταύλης — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης … Dictionary of Greek